άνιστος

άνιστος
-η, -ο
(ανατ.-ιατρ.) (για τμήμα ή συστατικό τού οργανισμού) αυτός που δεν έχει ιστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν- + ιστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”